- ζαρντινιέρα
- jardinyer, büyük saksı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ζαρντινιέρα — η 1. έπιπλο που έχει οριζόντιες επάλληλες θέσεις για να τοποθετούνται σ αυτές γλάστρες με καλλωπιστικά φυτά 2. ανθοδοχείο με πλατύ στόμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jardiniere] … Dictionary of Greek
ζαρντινιέρα — η (λ. γαλλ.), έπιπλο μεταλλικό ή πήλινο ή ξύλινο διακοσμημένο έτσι, ώστε να τοποθετούνται σ αυτό γλάστρες ή να φυτεύονται λουλούδια· τοποθετείται κυρίως στα μπαλκόνια και στις εισόδους των πολυκατοικιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιβερίδα — Γένος φυτών της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Συναντώνται στη νότια Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και στη δυτική Ασία. Το γένος περιλαμβάνει ετήσιες ή πολυετείς πόες και φρυγανώδεις θάμνους με φύλλα κατ’ εναλλαγή, ακέραια, οδοντωτά ή… … Dictionary of Greek